Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

δι' Ὠκεανοῖο

См. также в других словарях:

  • Ὠκεανοῖο — Ὠκεανός Oceanus masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠκεανοῖο — Ὠκεανός Oceanus masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Okeanos — auf einem Mosaik der Basilika im Stadtzentrum Petras, spätes 5. Jahrhundert n. Chr. Okeanos (griechisch Ὠκεανός, latinisiert Oceanus) ist eine Gottheit der griechischen Mythologie …   Deutsch Wikipedia

  • ASTERION — I. ASTERION Achaiae fluv. in Nemea insula vel silva placide fluens, fructuum iuxta ripam abundantissimus. Stat. l. 4. Theb. v. 713. Erasinus et aequus Fluctibus Asterion. Idem ibidem. v. 121. Quos celer ambit Asterion, Dryopumque trahens Erasinus …   Hofmann J. Lexicon universale

  • MELIAE et MELIADES — apud Hesych., Nympharum genus, Μηλιάδες, νύμφαι. Epimelides, Graece Ε᾿πιμηλίδες Scholiastae prisco Homeri, ad Iliad. v. ubi de Concilio Deorum Poeta, ipsô initiô, Οὔτε τις οὖν τοταμῶν ἀπέην, νόσφ᾿ Ωκεανοῖο. Οὔτ ἄρα Νυμφάων, τάιτ᾿ ἄλσεα καλὰ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • NYMPHAE — aquarum Dcae, quasi Lympharum numina, ut quidam volunt. Occani filias fuisse testatur Orpheus, Hymnô in honorem earundem consecratô: Νύμφαι θυγατέρες μεγαλήτορος Ὠκεανοῖο Ὑγροπόροις γαίης ὑπὸ κεύθεσιν οἰκἴ ἔχουσαι. Virg. eas fluviorum matres esse …   Hofmann J. Lexicon universale

  • OPHION — I. OPHION antiquissimus Vatum, apud Apollonium Argonaut. l. 1. v. 303. cuius septem tabularum, septem planetis cognominum, meminit Poeta Nonnus Dionysiac. l. 4. Τοῖς ἔπι ποκίλα πάντα μεμορμένα θέσφατα κόσμου Γράμματι φοινικόεντι γέρων ἐχάραξεν… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Τιτάν — (Αστρον.). Ένας από τους 9 δορυφόρους του Κρόνου και ο λαμπρότερος. Είναι ορατός με τηλεσκόπιο μικρής έντασης ως αστέρας 8,3 μεγέθους. Ανακαλύφθηκε το 1655 από τον Χούιγκενς. Σε σειρά απόστασης από τον κεντρικό πλανήτη έρχεται έκτος και απέχει… …   Dictionary of Greek

  • ακαλαρρείτης — ἀκαλαρρείτης, ο (Α) αυτός που ρέει ήσυχα, ο ακύμαντος «ἐξ ἀκαλαρρείταο βαθυρρόου Ὠκεανοῑο» (Όμ. Η 422). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκαλὸς «ήσυχος, ήρεμος» ή ἀκαλὰ επιρρ. + ρείτης < ρεFε τας < ρέω πρβλ. και ἀκαλάρροος] …   Dictionary of Greek

  • θέμεθλον — θέμεθλον, τό (AM) συν. στον πληθ. τά θέμεθλα 1. βάσεις, έδρες, θεμέλια 2. το κατώτατο ή το εσωτερικότατο και βαθύτατο μέρος κάποιου πράγματος («δώματα ναιετάουσιν ἐπ ὠκεανοῖο θεμέθλοις», Ησίοδ) αρχ. φρ. «Ἄμμωνος θέμεθλα» ναός τού Αμμωνος (Πίνδ.) …   Dictionary of Greek

  • καλλίρρους — ουν (Α καλλίρρους, ουν και οος, οον, θηλ. και Καλλιρρόη, ποιητ. τ. καλλίρροος, οον) αυτός που έχει καλή ροή, που έχει άφθονα νερά («ποταμοῑο κατά στόμα καλλιρόοιο», Ομ. Οδ.) αρχ. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Καλλιρρόη α) μία από τις Ωκεανίδες… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»